- πολυΐδριος
- -ον, Αιων. τ. βλ. πολύϊδρις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύϊδρις — ὁ, ἡ, και ιων. τ. πολυΐδριος ον, Α 1. πολυΐδμων* 2. πολύ συνετός 3. (κατ επέκτ.) πανούργος («καὶ λέγεται φαρμακεία εἶναι, διὰ τὸ πολύϊδρις εἶναι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἴδρις «γνώστης» (< οἶδα), πρβλ. α ΐδρις] … Dictionary of Greek